ταλαιπωρήσῃ

ταλαιπωρήσῃ
ταλαιπωρήσηι , ταλαιπώρησις
fem dat sg (epic)
ταλαιπωρέω
do hard work
aor subj mid 2nd sg
ταλαιπωρέω
do hard work
aor subj act 3rd sg
ταλαιπωρέω
do hard work
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεροτηγάνισμα — το [ξεροτηγανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεροτηγανίζω, τηγάνισμα με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο 2. το να ξεραίνεται κάτι από το πολύ τηγάνισμα, το παρατηγάνισμα 3. μτφ. συνεχής ταλαιπώρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”